- κώδεια
- κώδεια, ἡ (Α)1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.)2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τού σκόρδου3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τής παπαρούνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυιαοι λ. συνδέονται πιθ. με τα κώδων και κῶος «σπηλιά, φυλακή»].
Dictionary of Greek. 2013.